μυριόφυλλο

μυριόφυλλο
το (Α μυριόφυλλον)
νεοελλ.
βοτ. γένος υδρόβιων φυτών με σπονδυλωτά φύλλα, τής οικογένειας αλοραγίδες
αρχ.
μτγν. είδος υδρόβιου φυτού, πιθ. το υδρόφυλλον το σφονδυλωτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + φύλλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μηλόφυλλον — μηλόφυλλον, τὸ (Α) μυριόφυλλο …   Dictionary of Greek

  • μυρι(ο)- — (ΑΜ μυριο ) πρώτο συνθετικό πάρα πολλών λέξεων τής Ελληνικής, ιδιαίτερα τής μεσαιωνικής περιόδου, που ανάγεται είτε στο επίθ. μυρίος «άφθονος, αναρίθμητος» είτε στο μύριος «αυτός που αριθμείται σε 10. 000» και δηλώνει ότι το β συνθετικό υπάρχει ή …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”